πευστικῶς

πευστικῶς
πευστικός
interrogative
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πευστικός — ή, όν, Α [πευστής] 1. αυτός που ερευνά, που ζητάει να μάθει κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πευστικόν η ερώτηση, η έρευνα. επίρρ... πευστικῶς ερωτηματικά, με τρόπο ερευνητικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”